- πολυϊδρεία
- πολυ-ϊδρεία, ἡ,A much knowledge or wisdom, in pl.,
ἣ πάντ' ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι Od.2.346
, cf. 23.77 (v.l.);πολυϊδρίῃσιν Thgn.703
codd.: later in sg., Call.Aet.3.1.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἣ πάντ' ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι Od.2.346
, cf. 23.77 (v.l.);πολυϊδρίῃσιν Thgn.703
codd.: later in sg., Call.Aet.3.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυιδρεία — πολυϊδρείᾱ , πολυιδρεία much knowledge fem nom/voc/acc dual πολυϊδρείᾱ , πολυιδρεία much knowledge fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυϊδρεία — ἡ, Α [πολύϊδρις] (ποιητ. τ.) 1. γνώση πολλών πραγμάτων, πολυπειρία*. πολυμάθεια 2. μεγάλη σύνεση («ἥ πάντ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι», 0μ.0δ.) … Dictionary of Greek
πολυϊστορία — ἡ, Α [πολυΐστωρ] η πολυϊδρεία* … Dictionary of Greek
πολυιδρείη — πολυϊδρείη , πολυιδρεία much knowledge fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυιδρείῃσι — πολυϊδρείῃσι , πολυιδρεία much knowledge fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυιδρείῃσιν — πολυϊδρείῃσιν , πολυιδρεία much knowledge fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)